Η παράταση αφορά τον προηγούμενο μήνα και ειδικότερα τις εξής εβδομάδες:
- 18-24 Οκτωβρίου,
- 25-31 Οκτωβρίου,
- 01-07 Νοεμβρίου,
- 08-14 Νοεμβρίου,
- 15-21 Νοεμβρίου.
Η υποχρέωση που έχουν οι ανεμβολίαστοι είναι να έχουν υποβληθεί σε δύο rapid test, σε εβδομαδιαία βάση. Έτσι δόθηκε παράταση στις επιχειρήσεις να υποβάλλουν τις υπεύθυνες δηλώσεις ή να διορθώσουν τυχόν λάθη που έχουν γίνει στην υποβολή της.
Με την ολοκλήρωση των υποβολών θα γίνει εκ νέου η διασταύρωση των στοιχείων για να δουν πόσες τελικά είναι οι επιχειρήσεις που δεν έχουν κάνει ορθές υποβολές και πόσοι είναι οι εργαζόμενοι που δεν έχουν κάνει τα απαιτούμενα rapid test.
Τα πρόστιμα θα αποσταλούν αργότερα δηλαδή τις επόμενες ημέρες και αφορούν στις πρώτες πέντε εβδομάδες εφαρμογής του μέτρου και ειδικότερα την περίοδο από τις 18 Οκτωβρίου έως τις 21 Νοεμβρίου.
Τον λόγο λοιπόν θα έχει το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ) που σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση για τα rapid test στους ανεμβολίαστους εργαζόμενους είναι αρμόδιο να επιβάλλει πρόστιμα αφού πάρει το τελικό αρχείο παραβατών από την ΕΡΓΑΝΗ.
Τα πρόστιμα που προβλέπονται στους εργαζόμενους για κάθε rapid test που δεν έχουν κάνει είναι 300 ευρώ για τους πλήρως απασχολούμενους και 150 ευρώ για τους μερικώς απασχολούμενους.
Στη περίπτωση των μη δηλωμένων rapid test, το ΣΕΠΕ θα βρεθεί στη θέση να επιβάλλει πρόστιμα όχι μόνον σε εργοδότες αλλά και σε εργαζόμενους που ως ανεμβολίαστοι δεν εφάρμοσαν την απόφαση για τα μέτρα προστασίας από τον κορονοϊό.
Η βεβαίωση του προστίμου από το ΣΕΠΕ γίνεται αυτόματα και κοινοποιείται στον εργαζόμενο με κάθε μέσο (π.χ. ταχυδρομείο) στην διεύθυνση κατοικίας του, στην εργασία του, με email αλλά και στον εργοδότη.
Ο εργαζόμενος μπορεί να κάνει αποκλειστικά και μόνο ηλεκτρονικά ένσταση εντός 5 ημερών. Η ένσταση εξετάζεται εντός 15ημέρου και εφόσον απορριφθεί το πρόστιμο βεβαιώνεται και αποστέλλεται στη ΔΟΥ κατοικίας του παραβάτη.
Το διοικητικό πρόστιμο βεβαιώνεται εντός 15 ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης της πράξης επιβολής προστίμου από την αρμόδια υπηρεσία του Σ.ΕΠ.Ε. με αποστολή στη Δ.Ο.Υ κατοικίας του παραβάτη του νόμιμου τίτλου, σύμφωνα με τον Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974, Α’ 90), και εντάσσεται ως έσοδο στον Αναλυτικό λογαριασμό Εσόδων (Α.Λ.Ε) 1560925001 «Πρόστιμα για παραβάσεις των κατεπειγόντων μέτρων αντιμετώπισης της διασποράς του κορονοϊού COVID-19».
Σύμφωνα με τις διευκρινήσεις του υπουργείου Εργασίας, κατ΄ εξαίρεση, οι εργαζόμενοι που εργάζονται 1 ημέρα την εβδομάδα ή 2 ημέρες την εβδομάδα με χρονική απόσταση μεταξύ αυτών κατά μέγιστο 1 ημέρα, υποχρεούνται, στη διενέργεια διαγνωστικού ελέγχου νόσησης, μία φορά την εβδομάδα έως και 24 ώρες πριν από την προσέλευση στον χώρο εργασίας.
Από την 6η Νοεμβρίου 2021 εξαιρούνται από τον υποχρεωτικό διαγνωστικό έλεγχο όσοι έχουν νοσήσει από κορονοϊό COVID-19 και δεν έχουν παρέλθει 180 ημέρες από τη θετική διάγνωση και επιδεικνύουν πιστοποιητικό νόσησης, ανεξαρτήτως του χρόνου ισχύος που αναγράφεται σε αυτό με ταυτόχρονο έλεγχο ταυτοπροσωπίας του κατόχου.
Επίσης δίνεται η δυνατότητα να εξαιρούνται οριστικά από την προσυμπλήρωση στο έντυπο της υπεύθυνης δήλωσης (μενού: μητρώα – στοιχεία προσωπικού), οι εργαζόμενοι για τους οποίους, κατά τον χρόνο υποβολής της υπεύθυνης δήλωσης, έχει ήδη επέλθει η λύση της σύμβασης εργασίας τους (με λήξη σύμβασης ορισμένου χρόνου ή με καταγγελία ή με οικειοθελή αποχώρηση ή με το θάνατο του εργαζόμενου).
Στη στήλη «Λόγοι δικαιολογημένης μη διενέργειας διαγνωστικών ελέγχων νόσησης», προστίθενται (σ.σ.: στις ήδη υπάρχουσες) οι ακόλουθες τρεις τιμές:
- Μη παροχή εργασίας με φυσική παρουσία για άλλους λόγους
- Έχει υποβληθεί σε διαγνωστικό έλεγχο που καλύπτει την εβδομάδα αναφοράς
- Κατοχή πιστοποιητικού νόσησης εν ισχύ, σύμφωνα με την αναγραφόμενη ημερομηνία λήξης του πιστοποιητικού
Επιπλέον, δίνεται η δυνατότητα να εξαιρούνται οριστικά από την προσυμπλήρωση στο εν λόγω έντυπο (μενού: μητρώα στοιχεία προσωπικού) , οι ακόλουθες περιπτώσεις εργαζομένων, που τυχόν εμφανίζονται στο σύστημα ως υπόχρεοι διενέργειας διαγνωστικού ελέγχου νόσησης:
- περιπτώσεις εργαζομένων για τους οποίους έχει επέλθει η λύση της σύμβασης εργασίας τους (με καταγγελία ή με -οικειοθελή αποχώρηση)
- περιπτώσεις εργαζομένων που έχουν αποβιώσει.