Η Ελληνική Οικονομία μετά από μια χρονιά βαθιά ύφεσης, επιστρέφει το 2021 σε θετικούς ρυθμούς με το ΑΕΠ να «τρέχει» με 6,9% του ΑΕΠ. Ο ρυθμός αυτός ισοδυναμεί με ανάκτηση του 69,5% των απωλειών του 2020, ενώ η πρόβλεψη για την ανάπτυξη του 2022 είναι 4,5% του ΑΕΠ.
Ο προϋπολογισμός ωστόσο συντάχθηκε σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας, τόσο εξαιτίας της συνεχιζόμενης πανδημίας, όσο και εξαιτίας των συνεχόμενων ανατιμήσεων, ως αποτέλεσμα των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας. Στο τελικό κείμενο του προϋπολογισμού δεν υπάρχουν αναφορές σε πρόσθετες παροχές και κοινωνικό μέρισμα, ωστόσο το οικονομικό επιτελείο εξετάζει τα δεδομένα και θα παρέμβει όπου θεωρήσει ότι υπάρχει ανάγκη.
Τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα των νέων ελλειμμάτων που δημιούργησε η Ελληνική Οικονομία ως αποτέλεσμα των μέτρων αντιμετώπισης των συνεπειών από την πανδημία. Οι εκτιμήσεις του προϋπολογισμού είναι ότι το πρωτογενές έλλειμμα, θα φτάσει στο 7% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2021 και το 1,4% του ΑΕΠ το 2022.
Ο προϋπολογισμός αποτυπώνει ΑΕΠ 177,6 δισ. ευρώ το 2021, με αρχική πρόβλεψη προσέγγισης τα 187,27 δισ ευρώ το 2022, ενώ το χρέος θα διαμορφωθεί από 206,3% το 2020 σε 197,1% το 2021 και σε 189,6% το 2022
Ο προϋπολογισμός προβλέπει μείωση της ανεργίας φέτος, στο 15,9% από 16,3 % το 2020, και ακόμα μεγαλύτερη μείωση στο 14,2% του εργατικού δυναμικού, το 2022, από 16,5% τον Σεπτέμβριο του 2020, σε 13% τον Σεπτέμβριο του 2021. Εισαγωγές και εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν την ανάκαμψη τους με μεταβολές 6,6% και 14,1% για το 2021 και 8,9% και 11,1% για το 2022 αντίστοιχα. Σημαντική είναι η αύξηση που προβλέπεται και για τις επενδύσεις κατά 11,7% για το 2021 και 21,9% για το 2022, ενώ ο πληθωρισμός θα παραμείνει σε θετικό έδαφος με μεταβολή του εναρμονισμένου κατά 0,4% το 2021 και 0,8% το 2022
Σε θετικό έδαφος θα παραμείνουν τόσο η ιδιωτική όσο και η δημόσια κατανάλωση με αύξηση 3,3% και 4,1% αντίστοιχα για το 2021 και 3% και 2,8% αντίστοιχα για το 2022.
Για το έτος 2021 τα καθαρά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού, σε δημοσιονομική βάση, μετά την αφαίρεση των επιστροφών φόρων, εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν στα 50,927 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 438 εκατ. ευρώ ή 0,9%, έναντι του στόχου του ΜΠΔΣ 2022-2025.
Ειδικότερα, το 2021 τα έσοδα από τον ΦΠΑ αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 17,112 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 113 εκατ. ευρώ από τον στόχο, ενώ τα έσοδα από τους ΕΦΚ εκτιμώνται στο ποσό των 6,561 δισ. ευρώ, ελαφρώς μειωμένα έναντι του στόχου. Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων θα ανέλθουν σε 9,699 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 115 εκατ. ευρώ από τον στόχο, ενώ τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων εκτιμώνται στο ποσό των 3,180 δισ. ευρώ και θα είναι αυξημένα κατά 872 εκατ. ευρώ από τον στόχο. Η σημαντική αυτή αύξηση οφείλεται στα βεβαιωμένα ποσά από τις δηλώσεις του φόρου εισοδήματος φορολογικού έτους 2020 και αντανακλά το γεγονός ότι η μείωση των κερδών των επιχειρήσεων, λόγω της πανδημίας Covid-19, ήταν χαμηλότερη σε σχέση με την αρχικώς εκτιμηθείσα. Οι επιστροφές αχρεωστήτως εισπραχθέντων εσόδων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν στα 4,660 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 159 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου. Τα έσοδα ΠΔΕ αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 4.392 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 408 εκατ. ευρώ έναντι του στόχου του ΜΠΔΣ 2022-2025.
Οι συνολικές δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2021 σε δημοσιονομική βάση εκτιμάται ότι θα διαμορφωθούν στα 70,847 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 777 εκατ. ευρώ, σε σχέση με τον στόχο του ΜΠΔΣ 2022-2025. Η αύξηση αυτή, όπως προκύπτει και από την ανάλυση των δαπανών κατά μείζονα κατηγορία, οφείλεται κατά κύριο λόγο στις υλοποιούμενες δράσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας Covid-19.
Για το έτος 2022, το πρωτογενές αποτέλεσμα του Κρατικού Προϋπολογισμού προβλέπεται, σε δημοσιονομική βάση, σε έλλειμμα ύψους 4,620 δισ. ευρώ, αυξημένο κατά 2.048 εκατ. ευρώ, σε σχέση με τον στόχο του ΜΠΔΣ 2022-2025.
Τα καθαρά έσοδα του Κρατικού Προϋπολογισμού, σε δημοσιονομική βάση, μετά την αφαίρεση των επιστροφών φόρων, προβλέπεται να διαμορφωθούν στα 55,425 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 602 εκατ. ευρώ ή 1,1%, έναντι του στόχου του ΜΠΔΣ 2022-2025 κυρίως λόγω επικαιροποίησης του μακροοικονομικού πλαισίου μεγέθυνσης της οικονομίας.
Οι συνολικές δαπάνες του Κρατικού Προϋπολογισμού για το έτος 2022 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν (σε δημοσιονομική βάση) σε 65,594 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 2,600 δισ. ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη πρόβλεψη για το ΜΠΔΣ 2022-2025. Οι κύριες αιτίες της αύξησης είναι η πρόβλεψη επιπλέον δαπανών για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης, καθώς και οι αυξημένες φυσικές παραλαβές των εξοπλιστικών προγραμμάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας.
Η δαπάνη για την υλοποίηση δράσεων που χρηματοδοτούνται από το σκέλος των επιχορηγήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, προϋπολογίζεται για το 2022 σε 3,199 δισ. ευρώ.
Η συνολική αξία των παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας την περίοδο 2020-2022 ανέρχεται σε 43,3 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 23,1 δισ. ευρώ αφορούν το έτος 2020, 16,9 δισ. ευρώ το έτος 2021 και 3,3 δισ. ευρώ το 2022.
Το δημοσιονομικό κόστος των παρεμβάσεων ανέρχεται σε 31,1 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 12,0 δισ. ευρώ αφορούν το έτος 2020, 15,8 δισ. ευρώ το έτος 2021 και 3,3 δισ. ευρώ το 2022.
Για το τέταρτο τρίμηνο του 2021 και το έτος 2022 οι κυριότερες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας εστιάζονται στις ακόλουθες:
ï Επεκτείνεται έως το τέλος του 2022 η απαλλαγή από την ειδική εισφορά αλληλεγγύης και η μείωση των τριών μονάδων των ασφαλιστικών εισφορών στον ιδιωτικό τομέα. Κόστος 1,58 δισ. ευρώ για το 2021 και 1,65 δισ. ευρώ για το 2022.
ï Μειώνεται το ποσοστό επιστροφής όλων των επιστρεπτέων προκαταβολών ανάλογα με την πτώση των ακαθάριστων εσόδων της επιχείρησης. Το συνολικό κόστος του μέτρου ανέρχεται σε 1.230 εκατ. ευρώ, εκ του οποίου 1.093 εκατ. ευρώ είναι το δημοσιονομικό κόστος από τη μη επιστροφή ποσοστού των επιστρεπτέων προκαταβολών που χορηγήθηκαν εντός του 2020 και 137 εκατ. ευρώ από τη μη επιστροφή ποσοστού των επιστρεπτέων προκαταβολών που χορηγήθηκαν εντός του 2021. Το σύνολο του κόστους επιβαρύνει δημοσιονομικά το έτος 2021 με την έκδοση των σχετικών αποφάσεων. Από τα 1.230 εκατ. ευρώ, τα 569 εκατ. ευρώ, που αφορούσαν τη μη αποπληρωμή ενός ποσοστού των τριών πρώτων κύκλων της επιστρεπτέας προκαταβολής, είχαν προβλεφθεί στο ΜΠΔΣ 2022- 2025, συνεπώς το κόστος των επιπλέον μειώσεων ανέρχεται σε 661 εκατ. ευρώ.
ï Επεκτείνεται η εφαρμογή των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ στις μεταφορές, τον καφέ και μη αλκοολούχα ποτά, στους κινηματογράφους, τις θεατρικές παραστάσεις, τις συναυλίες και στο τουριστικό πακέτο έως τον Ιούνιο του 2022. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε 249 εκατ. ευρώ για το 2021 και 211 εκατ. ευρώ για το 2022.
ï Μειώνεται ο συντελεστής ΦΠΑ στα γυμναστήρια και τις σχολές χορού από 24% σε 13% από τον Οκτώβριο του 2021 έως τον Ιούνιο του 2022. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε 1 εκατ. ευρώ για το 2021 και 4,5 εκατ. ευρώ για το 2022.
ï Επεκτείνεται η αναστολή πληρωμής του τέλους συνδρομητικής τηλεόρασης έως τον Ιούνιο του 2022. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε 18 εκατ. ευρώ για το 2021 και 9 εκατ. ευρώ για το 2022.
ï Από το πρόγραμμα επιδότησης παγίων δαπανών συμψηφίζονται οφειλές συνολικού ύψους 458 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 215 εκατ. ευρώ προς την φορολογική αρχή και 243 εκατ. ευρώ προς τα ασφαλιστικά ταμεία.
ï Επεκτείνεται το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ επιδότησης δόσεων δανείων νοικοκυριών που επλήγησαν από την πανδημία για τρεις μήνες εντός του 2021. Το δημοσιονομικό κόστος του προγράμματος ανέρχεται σε 241 εκατ. ευρώ για το 2021.
ï Επεκτείνεται το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ έως το τέλος του 2021. Το δημοσιονομικό κόστος του προγράμματος ανέρχεται σε 156 εκατ. ευρώ για το 2021 και 30 εκατ. ευρώ για το 2022.
ï Επεκτείνεται το πρόγραμμα των 100.000 νέων θέσεων εργασίας για άλλες 50.000 νέες θέσεις μέχρι εξαντλήσεώς τους. Το δημοσιονομικό κόστος του προγράμματος εκτιμάται σε 296 εκατ. ευρώ για το 2021 και 186 εκατ. ευρώ για το 2022.
ï Επεκτείνεται το πρόγραμμα επιδότησης κενών θέσεων στον πολιτισμό έως τον Δεκέμβριο του 2021. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε 34 εκατ. ευρώ για το 2021 και 5 εκατ. ευρώ για το 2022.
ï Επιπλέον τους επόμενους μήνες οι επιχειρήσεις εξακολουθούν και ωφελούνται (α) από το πρόγραμμα ΓΕΦΥΡΑ 2 για την επιδότηση δανείων νομικών προσώπων δημοσιονομικού κόστους 236 εκατ. ευρώ για το 2021 και 61 εκατ. ευρώ για το 2022, (β) από τη μειωμένη προκαταβολή φόρου εισοδήματος (70% για τα νομικά πρόσωπα και 55% για τα φυσικά πρόσωπα-επιτηδευματίες) με δημοσιονομικό κόστος 1.100 εκατ. ευρώ για το 2021, (γ) από την εκταμίευση των υπολειπόμενων ποσών από τις επιχορηγήσεις των προγραμμάτων στήριξης των κλάδων της εστίασης, του τουρισμού, των γυμναστηρίων και λοιπών κλάδων μέσω ΠΔΕ, εκτιμώμενου ύψους 492 εκατ. ευρώ για το 2021 και (δ) από το εγγυοδοτικό πρόγραμμα πολύ μικρών επιχειρήσεων συνολικού ύψους 450 εκατ. ευρώ.
Κανονικά θα ισχύσουν οι φορολογικές ελαφρύνσεις οι οποίες αποφαίστηκαν φέτος, με το «πάγωμα» της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3%, τη μείωση από το 24% στο 22% του φορολογικού συντελεστή στις επιχειρήσεις, καθώς και τη μείωση της προκαταβολής φόρους σε νομικά πρόσωπα και μισθωτούς κατά 80% και 55% αντίστοιχα.
Αναλυτικά:
Από την 1η Οκτωβρίου 2021 καταργείται ο φόρος γονικών παροχών-δωρεών για συγγενείς πρώτου βαθμού, που αφορά γονικές παροχές-δωρεές έως 800.000 ευρώ. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε 7 εκατ. ευρώ για το 2021 και 26 εκατ. ευρώ για το 2022.
ï Το πρόγραμμα «Πρώτο Ένσημο»: Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ανεργία των νέων, όλοι οι νέοι από 18 έως 29 ετών που δεν έχουν προηγούμενη εργασιακή εμπειρία και θα προσληφθούν εντός του έτους 2022, λαμβάνουν συνολικό ποσό ύψους 1.200 ευρώ για τους πρώτους έξι μήνες απασχόλησης, εκ των οποίων το 50% αποτελεί επιδότηση μισθολογικού κόστους και το 50% προσαύξηση μισθού. Το δημοσιονομικό κόστος ανέρχεται σε 28 εκατ. ευρώ για το 2022.
ï Μειώνεται το τέλος συνδρομητών κινητής τηλεφωνίας από 12% έως 20% που κυμαίνεται σήμερα στο 10% και καταργείται για νέους έως 29 ετών από 1η Ιανουαρίου 2022. Το δημοσιονομικό κόστος για το 2022 ανέρχεται σε 68 εκατ. ευρώ.
ï Από το ακαδημαϊκό έτος 2021-2022 επεκτείνεται η χορήγηση στεγαστικού επιδόματος και στους σπουδαστές των δημόσιων ΙΕΚ. Το δημοσιονομικό κόστος για το 2022 ανέρχεται σε 5 εκατ. ευρώ.
ï Για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της περιόδου Σεπτεμβρίου-Δεκεμβρίου 2021 επιδοτούνται, για το σύνολο του πληθυσμού, οι πρώτες 300 Kwh μηνιαίως, αντισταθμίζοντας το μεγαλύτερο μέρος της αναμενόμενης αύξησης του ρεύματος. Η δαπάνη του ταμείου ενεργειακής μετάβασης για τον εν λόγω σκοπό εκτιμάται σε 523 εκατ. ευρώ για το 2021.
ï Αυξάνεται το ποσό ενίσχυσης για το επίδομα θέρμανσης της χειμερινής περιόδου 2021-2022 από τα 84 εκατ. σε 174 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 90 εκατ. αναμένεται να εκταμιευτούν από το ταμείο ενεργειακής μετάβασης εντός του 2021 και 84 εκατ. ευρώ από τον τακτικό προϋπολογισμό τους πρώτους μήνες του 2022.
ï Φορολογικά κίνητρα για τη χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών: Από τον Ιανουάριο του 2022 και έως το 2025, το 30% των δαπανών που πραγματοποιούνται με ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής προς συγκεκριμένους επαγγελματικούς κλάδους και μέχρι του ποσού των 5.000 ευρώ ετησίως, εκπίπτουν από το φορολογητέο εισόδημα των φυσικών προσώπων.
ï Εντός του Δεκεμβρίου θα δοθεί διπλή δόση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Το επιπλέον δημοσιονομικό κόστος για το 2021 ανέρχεται σε 64 εκατ. ευρώ.
Ενίσχυση της επιχειρηματικότητας και του πρωτογενούς τομέα
ï Από τον Ιανουάριο του 2022 μειώνεται ο φόρος νομικών προσώπων από το 24% στο 22%. Το δημοσιονομικό κόστος για το 2022 ανέρχεται σε 183 εκατ. ευρώ.
ï Από την 1η Οκτωβρίου 2021 μειώνεται κατά 50% ο φόρος στη συγκέντρωση κεφαλαίου. Το δημοσιονομικό κόστος για το 2021 ανέρχεται σε 9 εκατ. ευρώ και για το 2022 σε 38 εκατ. ευρώ.
Από την 1η Οκτωβρίου 2021 μειώνεται ο ΦΠΑ των ζωοτροφών που προορίζονται για ζωική παραγωγή από το 13% στο 6%. Το δημοσιονομικό κόστος για το 2021 ανέρχεται σε 4 εκατ. ευρώ και για το 2022 σε 15 εκατ. ευρώ.
ï Χορήγηση προσαυξημένης έκπτωσης για δαπάνες που αφορούν σε πράσινη οικονομία, ενέργεια και ψηφιοποίηση από την 1η Ιανουαρίου 2022. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται σε 20 εκατ. ευρώ κατ’ έτος και αναμένεται να επηρεάσει τα έτη 2023 και έπειτα.
ï Κίνητρα για συνενώσεις και συνεργασίες μεσαίων, μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένης της έκπτωσης επί του φόρου εισοδήματος, δημιουργώντας σημαντικές οικονομίες κλίμακας και αυξημένες δυνατότητες δανεισμού.
ï Επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης σε νέους αγρότες και αγρότες-μέλη συνεργατικών σχημάτων για το έτος 2022. Το δημοσιονομικό κόστος εκτιμάται στο ποσό των 50 εκατ. ευρώ.
Όπως αναμενόταν καμία αναφορά δεν υπάρχει στις αλλαγές του ΕΝΦΙΑ καθώς δεν έχει ολοκληρωθεί η επεξεργασία των σεναρίων που εξετάζει το οικονομικό επιτελείο. Τη δεδομένη στιγμή θεωρείται πιθανό τα αποκαλυπτήρια να γίνουν με τον καινούργιο χρόνο.
Στην ανακοίνωση του το υπουργείο Οικονομικών αναφέρει «παρότι ο Προϋπολογισμός του 2022 καταρτίζεται, για δεύτερο συνεχόμενο έτος, υπό το καθεστώς αβεβαιότητας που προκαλεί η παγκόσμια υγειονομική κρίση και μολονότι οι τρέχουσες διεθνείς εξελίξεις στις τιμές αποτελούν πρόσθετο παράγοντα αβεβαιότητας, έχουν ήδη καταγραφεί τα πρώτα θετικά μακροοικονομικά αποτελέσματα, μετά τη σταδιακή υποχώρηση των άμεσων οικονομικών επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης. Για αυτό τον σκοπό ο ρυθμός ανάπτυξης για το έτος 2021 αναθεωρείται σημαντικά προς τα άνω, από 3,6% που προβλεπόταν στο ΜΠΔΣ 2022-2025 και 6,1% στο προσχέδιο Προϋπολογισμού 2022, σε 6,9%. Αυτό σηματοδοτεί ότι σε σχέση με την ύφεση ύψους 9,0% που παρατηρήθηκε το 2020, η οικονομία έχει ήδη καλύψει άνω των δύο τρίτων του απολεσθέντος εγχώριου προϊόντος, εντός μάλιστα ενός έτους που κατά το πρώτο εξάμηνο υπήρχαν ακόμη σε ισχύ σημαντικά περιοριστικά μέτρα στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας.
Επιπλέον, η σωρευτική ανάπτυξη των ετών 2021-2022 αυξάνεται στο 11,7%, 1,6% υψηλότερα σε σχέση με τις προβλέψεις στο ΜΠΔΣ 2022-2025, σηματοδοτώντας ότι κατά το έτος 2022 όχι μόνο αναμένεται να αποκατασταθεί το επίπεδο του εγχώριου προϊόντος του 2019, αλλά αυτό να αυξηθεί περαιτέρω, κατά 1,7%. Χαρακτηριστικό και δομικό στοιχείο της οικονομικής ανάπτυξης που ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη, είναι η σημαντική μείωση του ποσοστού ανεργίας, από 16,5% τον Σεπτέμβριο του 2020, σε 13% τον Σεπτέμβριο του 2021.
Το ανωτέρω αποτέλεσμα δεν οφείλεται προφανώς μόνο στην άρση των περιοριστικών υγειονομικών μέτρων, αλλά σε μεγάλο βαθμό στην πρωτόγνωρη σε ύψος οικονομική ενίσχυση νοικοκυριών και επιχειρήσεων που ξεπερνά τα 43 δισ. ευρώ σε ταμειακή βάση, και τα 31 δισ. ευρώ σε δημοσιονομική βάση, την περίοδο 2020-2022. Παράλληλα, τα ταμειακά διαθέσιμα παραμένουν σε ασφαλή επίπεδα, ενώ η ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης με τη βοήθεια των πρόσθετων πόρων του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0», περιορίζει καθοριστικά τις μακροχρόνιες δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας, και διασφαλίζει την πορεία αποκλιμάκωσης του δημοσίου χρέους, ως ποσοστού του ΑΕΠ, στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Η πληθώρα παρεμβάσεων, που περιλαμβάνει άνω των 70 κατηγοριών μέτρων, πολλά από τα οποία ανανεώνονταν και ενισχύονταν σε μηναία βάση, κατάφερε να στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα της χώρας, έτσι ώστε να είναι έτοιμη να κάνει το άλμα ανάπτυξης στη μετά-κορονοϊό εποχή. Επίσης, η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας ενισχύεται και η χώρα αναβαθμίζεται, παρά την αναγκαστική επιβάρυνση του δημοσίου χρέους – όπως έγινε πανευρωπαϊκά – στη διάρκεια της πανδημίας. Αυτό είναι το αποτέλεσμα της υλοποίησης ενός συνεκτικού και ολοκληρωμένου σχεδίου μεταρρυθμίσεων, σε όλα τα πεδία της δημόσιας σφαίρας, η δυσκολία εφαρμογής του οποίου στη διάρκεια και υπό τους περιορισμούς της πανδημίας, δεν εμπόδισε την ταχεία και αποτελεσματική του πρόοδο.
Η νέα εποχή ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης σηματοδοτεί τη στροφή προς ένα οικονομικό μοντέλο περισσότερο εξωστρεφές, ανταγωνιστικό και πράσινο, προς ένα κράτος πιο αποτελεσματικό, με λιγότερη γραφειοκρατία, ψηφιακά αναβαθμισμένο, με δραστικά μειωμένη παραοικονομία, με φορολογικό σύστημα φιλικό προς την ανάπτυξη και ένα ανθεκτικότερο κοινωνικό «δίχτυ» προστασίας. Ταυτόχρονα, η περαιτέρω μείωση της ανεργίας, σε συνδυασμό με τα κίνητρα για μετάβαση σημαντικού μέρους της οικονομικής δραστηριότητας από την αδήλωτη στη «λευκή» οικονομία, που αποτελεί κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής, αναμένεται να οδηγήσει σε αναθέρμανση από την πλευρά της ζήτησης στην αγορά εργασίας και σε σταδιακή άνοδο των μισθών.
Η Ελλάδα έχοντας διαθέσιμα νέα χρηματοδοτικά εργαλεία, με αιχμή το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και το ΕΣΠΑ 2021-2027, είναι έτοιμη για τη μετάβαση σε νέα εποχή, που συνδυάζει την οικονομική αποτελεσματικότητα με την κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη. Η σειρά πρωτοπόρων παρεμβάσεων προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της απασχόλησης, της παραγωγικής οικονομίας και της νέας γενιάς, σηματοδοτούν την κατεύθυνση του παρόντος Προϋπολογισμού προς το μέλλον και την ευημερία της χώρας».