Όπως είχε αναφερθεί σε Δελτίο Τύπου του Δήμου Λυκόβρυσης- Πεύκης που είχε εκδοθεί στις 19/3/2021 επειδή έχουν παρατηρηθείφαινόμενα ξήρανσης σε κάποια πεύκαο Δήμος απευθύνθηκε στο Δασαρχείο Πεντέλης και στο Μπενάκειο Φυτοπαθολογικό Ινστιτούτο και εστάλησαν δείγματαπρος εξέταση.
Μετά την απάντηση του Δασαρχείου, ότι το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και σε άλλες περιοχές της Αττικής και εξετάζεται από το Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.) του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ελήφθη απάντηση και από το Μπενάκειο.
Σύμφωνα με την απάντηση την οποία υπογράφει ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής του Ινστιτούτου Δρ. Π. Μυλωνάς: Διαπιστώθηκε προσβολή από το έντομο thaumetopoeapityocampa (κάμπια της πεύκης, πιτυοκάμπη). Για την αντιμετώπιση του εντόμου μπορούν να πραγματοποιηθούν επεμβάσεις με μικροβιακά εντομοκτόνα, που έχουν σαν βάση το εντομοπαθογόνοβάκιλλοBacillusthurigiensis, που είναι κατάλληλα για βιολογική καταπολέμηση. Στη σχετική οδηγία του Ινστιτούτου αναφέρεται ότι η κατάλληλη εποχή για την αντιμετώπιση του εντόμου είναι η χρονική περίοδος μεταξύ Οκτωβρίου- Νοεμβρίου όταν εκκολάπτονται οι προνύμφες και πριν οι μικρές κάμπιες σχηματίσουν «σακούλες». Κατά την περίοδο του χειμώνα δεν μπορεί να γίνει επέμβαση με βάκιλο, επειδή οι κάμπιες είναι κλεισμένες στις «σακούλες»
Ο Δήμαρχος Λυκόβρυσης- Πεύκης και Γενικός Γραμματέας της ΠΕΔ Αττικής Τάσος Μαυρίδης δήλωσε σχετικά: «Η προστασία των δασών και συνολικά του πρασίνουτου Δήμου μας αποτελεί πρωταρχική προτεραιότητα για μας σε όλη τη διάρκεια της θητείας μας. Έχουμε εργαστεί για τη θεσμική θωράκιση, αλλά και εμπράκτως και με συνέπεια για την προστασία και τον εμπλουτισμού των δασών μας. Επειδή θέλουμε να κάνουμε τον Δήμο μας ακόμη πιο πράσινο, συνεχίζουμε τα κλαδέματα των τραυματισμένων δέντρων και τις φυτεύσεις και πάντα σε συνεργασία με το αρμόδιο Δασαρχείο. Στο ζήτημα της ξήρανσης κινηθήκαμε άμεσα, ζητώντας την εισήγηση των ειδικών, όπως πράττουμε πάντα και θα ακολουθήσουμε πιστά τις οδηγίες που μας έδωσαν. Η προστασία των δασών – και γενικότερα – του φυσικού περιβάλλοντος δεν γίνεται εκ του προχείρου και με τη δημιουργία εντυπώσεων, ούτε με λαϊκισμός και μικροπολιτική σκοπιμότητα. Απαιτεί σοβαρότητα, επιστημονική γνώση και δουλειά».