Στη Γαλλία, το πιστοποιητικό σε πολίτες άνω των 65 ετών που δεν πραγματοποιούν την τρίτη δόση, σταματά να είναι έγκυρο, πέντε εβδομάδες μετά το πέρας του εξαμήνου από την χορήγηση της δεύτερης δόσης.
Προκείται για μία περίπτωση που είναι τεχνικά δύσκολο να εφαρμοστεί, καθώς θα πρέπει να επιλυθούν πολλά ζητήματα, με την κυβέρνηση να αναζητά λύσεις.
Παράλληλα, αναμένεται να φανεί το κατά πόσο θα υπάρξει μια λύση για το θέμα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο ή η Ελλάδα θα προχωρήσει μεμονωμένα.
Πάντως, εάν η κατάσταση με την πανδημία επιδεινωθεί περαιτέρω στην χώρα μας δεν αποκλείεται ένα ολικό «μπλόκο» σε ανεμβολίαστους.
«Παράθυρο» για είσοδο σε κλειστούς χώρους μόνο με τρίτη δόση
Για τα φλέγοντα ζητήματα της πανδημίας του κορονοϊού μιλά ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος, επισημαίνοντας ότι θα μπορούσε να υιοθετηθεί και στην Ελλάδα το παράδειγμα Γαλλίας και Ισραήλ για είσοδο στους κλειστούς χώρους μόνο με τρίτη δόση εμβολίου. Παράλληλα, δίνει απαντήσεις για την υποχρεωτικότητα, το ενδεχόμενο lockdown, τη στάση της αντιπολίτευσης, τον εμβολιασμός και την τρίτη δόση.
Για το τελευταίο ειδικότερα, επισημαίνει την πρακτική σε Ισραήλ και Γαλλία, οι οποίοι συνέδεσαν τη δυνατότητα πρόσβασης σε κλειστούς χώρους για τους φθινοπωρινούς – χειμερινούς μήνες με την τρίτη δόση, για να υπογραμμίσει στα καθ’ ημάς: «Είναι ένα μέτρο προστασίας της υγείας των πιο ευάλωτων προκειμένου να μην στερηθούν τις χαρές της κοινωνικής ζωής κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και στη χώρα μας».
Αναλυτικά και ξεκινώντας από τα στοιχεία του εμβολιασμού και με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, «στην Ελλάδα έως σήμερα έχει επιλέξει να εμβολιαστεί το 75% των ενηλίκων και το 35% των ανηλίκων 12 έως 17 ετών. Τα ποσοστά αυτά μπορεί να μην θωρακίζουν όλο τον πληθυσμό όμως σίγουρα δεν είναι ευκαταφρόνητα. Σας θυμίζω ότι σε ειδικές δημοσκοπήσεις πέρυσι τέτοιο καιρό μόλις το 33% των ενηλίκων δήλωνε ότι θα εμβολιαστεί σίγουρα. Συνεπώς ας μην είμαστε ισοπεδωτικοί», καλεί ο υπουργός Επικρατείας.
Ταυτόχρονα υπογραμμίζει, «εμείς προσπαθήσαμε και πετύχαμε να υλοποιήσουμε μια άρτια εμβολιαστική εκστρατεία που κυριολεκτικά επανασύστησε στους πολίτες το ελληνικό δημόσιο». Ενώ εκφράζει την ικανοποίησή του διότι «τις τελευταίες 11 μέρες περίπου 245.000 πολίτες απέδειξαν ότι δεν υπάρχει κάποια σκληρή αδιαπέραστη γραμμή μεταξύ εμβολιασμένων και ανεμβολίαστων, κάνοντας την πρώτη τους δόση. Το φράγμα των 7 εκατομμυρίων πολιτών είναι πλέον πολύ κοντά. Πρέπει όμως να πάμε ακόμη πιο ψηλά από αυτό για να μειώσουμε τους κινδύνους», ζητά επίσης.
Παράλληλα αναγνωρίζει ότι «πράγματι άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης έχουν πετύχει υψηλότερα ποσοστά και δεν αντιμετωπίζουν με την ίδια ένταση -παρά τη σχετική εποχική έξαρση που σημειώνεται και εκεί- τη λεγόμενη πλέον “πανδημία των ανεμβολίαστων”. Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς και η συναίνεση που χαρακτηρίζει εκεί τους πολιτικούς θεσμούς βοήθησε σημαντικά σε αυτό.
Ταυτόχρονα όλες οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης έχουν πολύ χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού από εμάς. Εμείς βρισκόμαστε κάπου στη μέση με επιδόσεις αντίστοιχες με άλλες κεντροευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Αυστρία που επίσης βιώνουν αυτή την περίοδο μια μεγάλη έξαρση του 4ου κύματος».
Συμπερασματικώς, «μιλάμε για πανδημία των ανεμβολίαστων – παρότι νοσούν και εμβολιασμένοι – διότι οι ανεμβολίαστοι είναι αυτοί που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ κατά 85-90%. Αυτό είναι ένα μήνυμα προς όλους τους σκεπτικιστές περί τον εμβολιασμό. Να δουν δηλαδή πόσο πιο ήπια περνούν το 4ο κύμα οι χώρες που πέτυχαν πολύ υψηλά ποσοστά εμβολιασμού ειδικά στις ηλικίες άνω των 60 ετών», είναι άλλο ένα στοιχείο που καταθέτει.
Ενώ στο ερώτημα αν πρέπει να απευθυνθούμε πιο στοχευμένα στους πολίτες άνω των 60 ετών;, απαντά: «Απολύτως. Εμείς στη χώρα μας, όπως επανειλημμένα έχουμε πει, εντοπίζεται κυρίως στο 20% των πολιτών άνω των 60, είναι περίπου 580.000 συμπολίτες μας, που παραμένουν ανεμβολίαστοι. Διότι αυτοί είναι με βάση όλα τα δεδομένα νοσηλειών, ΜΕΘ και θανάτων οι πιο ευάλωτοι στον κορωνοϊό ασθενείς».
Και με τη γλώσσα των αριθμών και των παραδειγμάτων, «σε όρους νοσηλειών ο εμβολιασμός ενός 70άρη ισοδυναμεί με τον εμβολιασμό 31 νεότερων ανθρώπων. Ή διαφορετικά, αν είχαμε καταφέρει σήμερα να είναι εμβολιασμένο αντί για το 80% το 95% των ηλικιών 60+, οι βαριές νοσηλείες στις ΜΕΘ θα ήταν περίπου 100 αντί για 480. Τόσο σημαντικό είναι να επιμείνουμε στην θωράκιση αυτής ειδικά της ηλικιακής ομάδας. Το μήνυμα λοιπόν προς τους πολίτες άνω των 60 ετών είναι να ακούσουν τους ειδικούς και να προστατεύσουν έστω και τώρα την πολύτιμη υγεία τους».
Σε ό,τι αφορά την αναμνηστική δόση και τη διεθνή εμπειρία σε αυτήν, «υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν τη μείωση των αντισωμάτων μετά τους 6 μήνες και ταυτόχρονα πρόσφατα στοιχεία από το Ισραήλ και το Η.Β. που δείχνουν ότι η αναμνηστική τρίτη δόση έχει πολύ θετικά αποτελέσματα στην περαιτέρω προστασία του πληθυσμού και του συστήματος υγείας.
Και στις δύο χώρες χάρη στην υψηλή συμμετοχή των πολιτών στην τρίτη δόση τα κρούσματα και οι νοσηλείες είναι σε πτωτική πορεία. Γι’ αυτό και οι εμβολιασμένοι που έχουν συμπληρώσει το 6μηνο από τη 2η δόση τους, και ανήκουν ειδικά στις ηλικίες άνω των 60 ετών, καλό είναι να σπεύσουν να κάνουν και την τρίτη δόση».
Ο Άκης Σκέρτσος επισημαίνει ότι «το Ισραήλ και η Γαλλία έχουν πάει ένα βήμα παρακάτω, συνδέοντας τη δυνατότητα πρόσβασης σε κλειστούς χώρους για τους φθινοπωρινούς – χειμερινούς μήνες με την τρίτη δόση. Είναι ένα μέτρο προστασίας της υγείας των πιο ευάλωτων προκειμένου να μην στερηθούν τις χαρές της κοινωνικής ζωής κατά τη διάρκεια του χειμώνα, που θα μπορούσαμε να εξετάσουμε και στη χώρα μας».
Για την υποχρεωτικότητα εμβολιασμών
Για το θέμα της υποχρεωτικότητας, διατυπώνει τη θέση ότι «λέγεται πολύ πιο εύκολα από όσο μπορεί να εφαρμοστεί στην πράξη. Επίσης μπορεί να αποτελεί το ύστατο μέτρο όχι οριζόντια αλλά μόνο σε χώρους και δραστηριότητες με υψηλή διασπορά του ιού. Κυρίως όμως για να έχει πρακτικό αποτέλεσμα πρέπει να συνδέεται με συγκεκριμένες κυρώσεις οι οποίες θα πρέπει και να μπορούν να επιβληθούν. Προαιρετική υποχρεωτικότητα όπως την αντιλαμβάνεται η αντιπολίτευση δεν υπάρχει».
Στο ερώτημα για το μέτρο επέκτασης της υποχρεωτικότητας, διευκρινίζει ότι «στο δε χώρο της εστίασης δεν έχει εφαρμοστεί πουθενά στον κόσμο. Όσα ακούγονται για τους υπόλοιπους δημοσίους υπαλλήλους δεν έχουν πρακτικό αντίκρισμα ούτε θα φέρουν σημαντικό ανοσολογικό αποτέλεσμα καθώς απομένουν λίγοι ανεμβολίαστοι και το πρόβλημα όπως σας είπα είναι στους άνω των 60».
Για τους ένστολους ειδικότερα, διερωτάται αν «θα δεχόμασταν η ΕΛΑΣ να λειτουργεί π.χ. με -20% αστυνομικούς που δεν μπορούν να αναπληρωθούν εύκολα λόγω της ειδικής εκπαίδευσης που οφείλουν να έχουν, και να λείψουν έτσι από την ασφάλεια των γειτονιών μας; Όσο για το ταυτοτικού τύπου επιχείρημα “δεν μπορεί να ελέγχει εμβολιασμένους πολίτες ένας ανεμβολίαστος αστυνομικός” είναι τόσο ισχυρό όσο το “δεν μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις ΚΟΚ ένας αστυνομικός χωρίς δίπλωμα οδήγηση”», καταλήγει.